- επιγράφω
- (AM ἐπιγράφω)1. χαράσσω επιγραφή («καὶ ἐπέγραψαν ὀνομαστὶ τὰς πόλεις [ἐπὶ τρίποδος]», Θουκ.)2. δίνω τίτλο σε ένα κείμενο («Ἰλιάδα ἐπέγραψε τῷ ποιήματι»)3. υπογράφω ή επικυρώνω˙|| μσν.1. φέρω επιγραφή2. συγγράφω3. αποφασίζωαρχ.1. ξύνω επιπόλαια, επιφανειακά («ἀκρότατον δ’ ἄρ’ ὀιστὸς ἐπέγραψε χρόα φωτός», Ομ. Ιλ.)2. ψηλαφώ ξύνοντας ελαφρά3. χαράζω σημείο ή γραμμές («ὅς μιν ἐπιγράψας κυνέῃ βάλε», Ομ. Ιλ.)4. (για επιστολή) απευθύνομαι5. μέσ. ἐπιγράφομαιζωγραφίζω («σὺ μεγάλην ἐπεγράφου τὴν Γοργόνα», Αριστοφ.)6. γράφω κατόπιν, στη συνέχεια7. αποδίδω σε κάποιον8. ιδιοποιούμαι9. βεβαιώνω, διαπιστώνω10. (ως δικαν. όρος στην Αθήνα) (για νομοθέτη) θεσπίζω ποινή11. γράφω στην καταγγελία την ποινή ή την αποζημίωση που αξιώνω12. καταγράφω τα ονόματα τών πολιτών για φορολογία13. ορίζω ως φόρο14. καταγράφω σε δημόσιους καταλόγους15. εκτιμώ την κληρονομιά που απέκτησα με δικαστική απόφαση16. αναφέρω κάποιον ως μάρτυρα.
Dictionary of Greek. 2013.